γάτα

γάτα
Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η άγρια γ. έχει σώμα ρωμαλέο, ορμητικό, ευκίνητο, κεφάλι μικρό και στρογγυλό, πόδια μακριά και δυνατά, κυρίως τα πίσω, ουρά κοφτή στο άκρο, με ομοιόμορφο πάχος. Το τρίχωμά της είναι πυκνό και μαλακό, με χρώμα γκρίζο-κιτρινοκόκκινο, πιο ανοιχτό στην κοιλιά· μια μακριά σκούρα λωρίδα εκτείνεται από την κεφαλή μέχρι την ουρά και άλλες εγκάρσιες λωρίδες κατεβαίνουν από τις πλευρές. Μερικοί μαυριδεροί δακτύλιοι στολίζουν την ουρά. Τα ακουστικά πτερύγια είναι πλατιά στη βάση τους και όρθια, ενώ τα μάτια είναι κίτρινα με κατακόρυφη κόρη. Η οδοντοφυΐα είναι συμπληρωμένη, με 16 δόντια στο πάνω σαγόνι και 14 στο κάτω· οι προγόμφιοι και οι γομφίοι είναι μυτεροί, κατάλληλοι για κατασπάραξη της τροφής, αλλά όπως σε όλα τα αιλουροειδή είναι ακατάλληλοι για μάσηση. Τα μπροστινά πόδια έχουν πέντε δάχτυλα, ενώ τα πίσω τέσσερα· όλα είναι εφοδιασμένα με γαμψόνυχες, πλευρικά πεπιεσμένους, τοξοειδείς και σουβλερούς· τα νύχια είναι ανασταλτά και μπαίνουν σε κατάλληλες θήκες του δέρματος, ενώ πετάγονται όταν το ζώο αντιλαμβάνεται επίθεση. Η άγρια γ. έχει συνήθειες δενδρόβιου και νυχτόβιου ζώου. Την ημέρα κρύβεται σε απόμερους βράχους, σε κοιλότητες δέντρων, σε εγκαταλελειμμένες τρώγλες, ενώ τη νύχτα πηδά από κλαδί σε κλαδί αναζητώντας την τροφή της, που αποτελείται από διάφορα μικρά θηλαστικά και πουλιά. Το είδος αυτό ζει στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα τείνει να εξαφανιστεί. Στη βόρεια και κεντρική Αφρική είναι διαδεδομένη η λιβυκή γ. που έχει κιτρινοκόκκινο χρώμα. Με το είδος αυτό μοιάζει ένα άλλο που ζει στη Σαρδηνία και στη Σικελία και έχει μεγάλη ουρά και στις κορυφές των αφτιών τρίχωμα σαν πινέλο. Άλλα είδη αγριόγατας είναι εκείνη της κεντρικής Αφρικής και της Ασίας, η γαλή η αλιευτική (felis viverrina), που ζει στη ΝΑ Ασία, και η γ. που έχει μαύρα πόδια και ζει στη νότια Αφρική. Η οικοδίαιτη γ. προέρχεται πιθανώς από την κιτρινέρυθρη γ., που εξημερώθηκε και τιμήθηκε από τους αρχαίους Αιγυπτίους. Πιστεύεται ότι η οικοδίαιτη γ. έφτασε από την Αίγυπτο στις χώρες της Εγγύς Ανατολής και από αυτές πέρασε στην Ευρώπη. Έχει μουστάκια λιγότερο πυκνά από την άγρια και η ουρά της λεπταίνει στην άκρη. Από τις πολλές ράτσες και ποικιλίες της οικοδίαιτης γ. αναφέρονται η ευρωπαϊκή τιγροειδής, με τρίχωμα ποικίλου χρώματος, κηλίδες όμοιες με της άγριας γ., τοποθετημένες γενικά σε κανονικές θέσεις, η κοινή ευρωπαϊκή γ., που είναι άριστη κυνηγός των ποντικών, έχει τρίχωμα πυκνό και λαμπερό, ποικίλου χρώματος, με λωρίδες σκούρες κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και με ουρά και πόδια που φέρουν κανονικούς δακτυλίους, η ισπανική γ., της Ισλανδίας, με τρίχωμα κυανωπό. Επίσης, η γ. του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, με τρίχωμα ερυθρωπό και γκρίζο, η γ. της Βιρμανίας, με τρίχωμα μετάξινο, ανοιχτό κίτρινο χρώμα και καστανόχρωμα στίγματα τοποθετημένα στο ρύγχος, στην ουρά και στα πόδια, η μπλε ρωσοαμερικανικήγ. της Μάλτας, πολύ ορμητική, με τρίχωμα στιλπνό γκρίζο ή γκρίζο-μπλε, η περσική γ., με τρίχωμα πολύ μαλακό και μια ευρεία κλίμακα αποχρώσεων. Διακρίνονται πολλές ποικιλίες, όπως η αργυρομαρμαρόχρωμη, εκείνη που έχει χρώμα σαν τις φολίδες της χελώνας (μόνο τα θηλυκά), η λευκή με μάτια μπλε ή πορτοκαλί, η κυανή, η μπλε-κιτρινόχρωμη, η ανοιχτοκίτρινη με χρώμα του τσιντσιλά, σταχτί, μαύρο, ερυθρό· η γ. της Άγκυρας, της οποίας το τρίχωμα είναι μακρύ και μαλακό σε χρώμα λευκό, μαύρο, ή γκριζωπό· η γ. της Κίνας, με τρίχωμα μακρύ, μετάξινο, με κρεμαστά τα αφτιά της (εκτρέφεται από τους Κινέζους για φαγητό). Αξιοσημείωτη είναι η γ. του Μαν, που προέρχεται από το ομώνυμο νησί της Ιρλανδίας και της Κορνουάλης, με τρίχωμα κοντό, πυκνό και μαλακό και με ποικιλία χρωμάτων, συχνά μαύρο, χωρίς ουρά και με αισθητά μακρύτερα τα πίσω άκρα, τα οποία της δίνουν ένα βάδισμα πηδηχτό. Η γ. της Κύπρου, που αποκαλείται επίσης τιγροειδήςγ. της Συρίας, έχει χρώμα γκρίζο προς το κιτρινωπό, με λωρίδες σκούρες όπως του ευρωπαϊκού αγριόγατου· τα χείλη και τα άκρα των ποδιών είναι μαύρα. Η γ. του Σιάμ παρουσιάζει ιδιαίτερους χαρακτήρες στη διάπλαση και στον χρωματισμό της: έχει σώμα μακρύ και ευκίνητο, με ουρά μακριά ή και γυριστή στο άκρο της, μάτια που συγκλίνουν προς το κέντρο του ρύγχους σε χρώμα έντονο μπλε· έχει ωραίο κοντό τρίχωμα, με χρώμα λευκό όταν είναι μικρή και προς το κρεμ όσο μεγαλώνει, εκτός από τα πόδια, την άκρη του ρύγχους, την ουρά και τα αφτιά, που είναι καστανά σκούρα, όπως στη γ. της Βιρμανίας. Η γ. του Σιάμ διακρίνεται από τις άλλες ράτσες και από μερικά ψυχολογικά και φυσιολογικά γνωρίσματα· δεν συμπαθεί τις κοινές γ. και έχει ένα χαρακτηριστικό νιαούρισμα. Τρία δείγματα περσικής γάτας, σε διαφορετικούς χρωματισμούς (φωτ. Igda). Ο γατόπαρδος ο αμερικανικός ή αιλουροτίγρης είναι μεγάλο αιλουροειδές που ζει στα δάση από το Μεξικό μέχρι την Ουρουγουάη, κυνηγά τις νυχτερινές ώρες και δεν επιτίθεται στον άνθρωπο. Γάτα του Σιάμ. Πρόκειται για οικοδίαιτη γάτα. Μερικοί θεωρούν ότι οι γάτες του είδους έχουν μειωμένη προσαρμοστικότητα (φωτ. Igda). Άγρια γάτα της ΝΑ Ασίας, που ονομάζεται γαλή η αλιευτική και η τροφή της περιλαμβάνει κυρίως υδρόβια ζώα (φωτ. Igda). Αιγυπτιακό μπρούντζινο γλυπτό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Οι αρχαιότερες μαρτυρίες σχετικά με τη γάτα προέρχονται από την αρχαία Αίγυπτο (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι· φωτ. Igda). Γάτα της Αβησσυνίας· κατά την άποψη πολλών ζωολόγων, στη ράτσα αυτή πρέπει να ανήκε και η ιερή γάτα των αρχαίων Αιγυπτίων. Η ευρωπαϊκή γάτα θεωρείται άριστος κυνηγός ποντικών και συντροφικό ζώο. Ράτσα κοινής ευρωπαϊκής γάτας. ΟΙΚΟΔΙΑΙΤΕΣ ΓΑΤΕΣ
* * *
η (αρσ. γάτος, ο) (Μ γάτα και κάττα)
η γαλή*, αιλουροειδές κατοικίδιο ζώο
νεοελλ.
φρ. α) «σαν τη γάτα με τον σκύλο» — για δυο ανθρώπους που μαλώνουν συνεχώς
β) «ούτε γάτα ούτε ζημιά» — στην περίπτωση που αποκρύπτονται πειστήρια ή ενδείξεις ενοχής
γ) «τά σκεπάζει ή τά κουκουλώνει σαν τη γάτα» — εξαφανίζει ενδείξεις ή πειστήρια ενοχής
δ) «εφτάψυχη γάτα» — ασθενικός ή ηλικιωμένος άνθρωπος που ξέφυγε πολλές φορές από βέβαιο θάνατο
ε) «όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια» — για παιδιά ή μεγάλους που διασκεδάζουν ή χαλαρώνουν την πειθαρχία όταν λείπουν οι γονείς τους ή οι ανώτεροι τους αντίστοιχα
στ) «σκίζει τη γάτα» — γι' αυτόν που επιβάλλει τη θέληση του σε κάποιον ή σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γάτα < ιταλ. gatta < (μτγν. λατ.) catta και ο τ. κάττα < (μτγν. λατ.) catta. Ο τ. γάτος σχηματίστηκε είτε για να διακρίνει το αρσ. τού γάτα ή πιθ. απ' ευθείας από μσν. λατ. gattus, μτγν. λατ. cattus. Η λ. γάτα αντικατέστησε στη Νέα Ελληνική τη λ. γαλή*.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. γατάκι (μσν. καττάκιν), γατί (μσν. καττίν)
(νεοελλ. γατούλα).
ΣΥΝΘ. νεοελλ. γατόμαλλο, γατομάτης, γατοουρά, γατόπαρδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γάτα — η 1. θηλαστικό σαρκοφάγο αιλουροειδές. 2. φρ., «Σαν τη γάτα με το σκύλο...», γι’ αυτούς που καβγαδίζουν συνέχεια· «Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια», όταν λείπει ο υπεύθυνος όλοι παραμελούν τις δουλειές τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… …   Dictionary of Greek

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Otan leipei i gata — Όταν λείπει η γάτα Directed by Alekos Sakellarios Produced by G. Lazaridis D. Sarris Kostas Psarras Written by Alekos Sakellarios Starring …   Wikipedia

  • Oute gata oute zimia — Ούτε γάτα ούτε ζημιά Directed by Alekos Sakellarios Written by Christos Giannakopoulos Starring Vassilis Logothetidis Ilya Livykou Lambros Konstantaras Mimis Fotopoulos …   Wikipedia

  • Последний чёрный кот — Η τελευταία μαύρη γάτα Автор: Евгениос Тривизас Жанр: Детский детектив, роман …   Википедия

  • γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • γατί — και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν) 1. η γάτα ή το νεογνό της 2. καχεκτικό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. τού κάττα, με τροπή τού τ σε τσ (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • κατσούλα — η 1. κωνικό κάλυμμα τού κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα 2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά 3. (για πτηνά) το λοφίο 4. η γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με… …   Dictionary of Greek

  • σιαμαίος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σιάμ, χώρα τής Ασίας, και στους κατοίκους της 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) ο Σιαμαίος, η Σιαμαία ο κάτοικος τού Σιάμ ή αυτός που κατάγεται από το Σιάμ 3. φρ. α) «σιαμαίοι αδελφοί» ή «σιαμαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”